πυλαωρός

πυλαωρός
πῠλᾰωρός, , [dialect] Ep. for πυλωρός,
A gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [

κύνας] πυλαωρούς Il.22.69

(quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, but

θυραωρούς Aristarch.

);

π. Πλούτωνος Κέρβερος AP7.319

. (πυλᾰ-sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then [dialect] Ep. πυλᾰωρό- (with -ω- taken from the [var] contr. form): πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq. v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυλαωρός — gate keeper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρός — και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α βλ. πυλωρός …   Dictionary of Greek

  • πυλαωρούς — πυλαωρός gate keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρέ — πυλαωρός gate keeper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρῶν — πυλαωρός gate keeper masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρῷ — πυλαωρός gate keeper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαωρόν — πυλαωρός gate keeper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”